Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η
επέτειος της 28ης Οκτωβρίου πρέπει να είναι ευκαιρία για περισυλλογή
και σκέψεις, όλων των Ελλήνων, κάθε ηλικίας. Για μιαν ακόμη φορά ενθυμούμεθα
την ηρωική και πετυχημένη αντίσταση της γενιάς του 1940 στην απρόκλητη επίθεση
που δέχθηκε από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας. Η τότε γενιά απέδειξε την
μέχρι αυτοθυσίας αγάπη της προς την γλυκιά Πατρίδα.
Στα
περασμένα χρόνια ο ξενιτεμός από την
Πατρίδα, ( Σημ. ονομάζεται και εκπατρισμός) παρά το ότι τις περισσότερες φορές
ήταν για οικονομικούς κυρίως λόγους αναγκαίος, προκαλούσε έντονη νοσταλγία.
Είναι χαρακτηριστικό το παραδοσιακό τραγούδι της Θεσσαλίας:
«Μισεύω
(Σημ. ξενιτεύομαι) και τα μάτια δακρύζουν λυπημένα/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά
δακρύζουν λυπημένα,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά πόσο σ’ αγαπώ βαθιά./ Στην ξενιτειά
με στεναγμούς βραδιάζει ξημερώνει,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά βραδιάζει ξημερώνει,/
Αχ πατρίδα μου γλυκιά πόσο σ’ αγαπώ βαθιά…./ Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ ώσπου να
ξεψυχήσω,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά ώσπου να ξεψυχήσω,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά πόσο
σ’ αγαπώ βαθιά».
Ο
ισόβιος δεσμός με την πατρίδα και η εμμονή στον νόστο, στην επιστροφή δηλαδή σε
αυτήν είναι πανάρχαιο χαρακτηριστικό του Έλληνα. Ξεκινά από τον Όμηρο με τον
Οδυσσέα, που επί είκοσι χρόνια πάντα ονειρευόταν το «νόστιμον ήμαρ», την ημέρα
δηλαδή της επιστροφής στην Ιθάκη. Αυτό ήταν που τον διακατείχε και όχι το
ταξίδι, όπως λανθασμένα έγραψε ο Καβάφης. Πέρασε επώδυνες δοκιμασίες, πέρασε
όλες τις ηδονές του κόσμου, αλλά αυτός δεν έπαψε όλο αυτό τον καιρό να κάθεται
σε έναν παραλιακό βράχο και να κλαίει απαρηγόρητος, με τα μάτια καρφωμένα στον
«ατρύγετο πόντο» (Σημ. απέραντη θάλασσα) και να έχει ένα σκοπό ζωής, το
«νόστιμον ήμαρ», (Σημ. την ημέρα της επιστροφής) στην πατρίδα. Η απομάκρυνση
του νόστου, δηλαδή της επιστροφής στην Πατρίδα, προκαλεί στον Οδυσσέα και στον
κάθε Έλληνα νοσταλγία, δηλαδή άλγος (πόνο) από την έλλειψη Της. Είναι η
λέξη που χρησιμοποιείται σε όλες τις γλώσσες για να εκφράσει την κατάσταση του
ξενιτεμένου.
Ο
εμπνευσμένος, αλλά παραγκωνισμένος μας ποιητής Ιωάννης Πολέμης εξέφρασε την
αγάπη για την Πατρίδα με τον αποχαιρετισμό της μάννας, η οποία κατευόδωνε το
παιδί της, που έφευγε για τα ξένα:
«Μισεύεις
για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου/ σύρε παιδί μου στο καλό και έχε την ευχή
μου./ Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,/ για χάρη σου ν΄
ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη./…Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα
ξένα,/ δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα./ Παιδί μου αν εμένανε
πάψεις να με θυμάσαι,/ με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να ΄σαι./ Κι αν πάλι το
φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο/
και πάλι θα ΄μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω./ Μ΄ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμ΄ όλοι,/
να ΄ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι/.
Διαβάστε
τη συνέχεια του άρθρου και περισσότερα, στο https://platynews.gr
