Ο ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΟΥΟΚΙΣΜΟΣ
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Στις
19 Απριλίου συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα. Οι
περισσότεροι Έλληνες εκτίμησαν την μεγάλη οικονομική συνεισφορά του στην
Επανάσταση, τη συμμετοχή του στην άμυνα
του Μεσολογγίου, τη θυσία και της ίδιας της ζωής του, τη συνεισφορά του στο
φιλελληνικό κίνημα και της θέσης του
εναντίον του εγκλήματος του λόρδου Έλγιν στο ναό του Παρθενώνα. Μία συνοικία
προσφύγων στην Αθήνα πήρε το όνομά του και ανδριάντας του στήθηκε σε κεντρικό
σημείο της Αθήνας.
Τα
αισθήματα των Ελλήνων άμεσα, επί του νεκρού Λόρδου Βύρωνα, εξέφρασε κατά τον
επικήδειο λόγο του ο Σπυρίδων Τρικούπης στις 11/23 Απριλίου 1824. Είπε μεταξύ
άλλων: «…Πώς ήτον δυνατόν να μη συντριβή η καρδία όλων; Να μη καταπικρανθούν
όλων τα χείλη; Ευρέθηκεν άλλην φοράν το μέρος τούτο της Ελλάδος εις
περισσότερην χρείαν και ανάγκην παρά εις την εποχήν, εις την οποίαν ο
πολυθρήνητος Μυλόρδ Μπάϊρον απέρασε με κίνδυνον και αυτής της ζωής του εις το
Μισολόγγι; Και τότε και εις όσον καιρόν συνέζησε μαζί μας δεν εθεράπευσε το
πλουσιοπάροχόν του χέρι ταις δεινοτάταις χρείαις μας, χρείαις οπού η πτωχεία
μας ταις άφηνεν αδιόρθωταις; Πόσα άλλα καλά, πολύ ακόμη μεγαλύτερα, ελπίζαμεν
από αυτόν τον άνδρα; Και σήμερον αλλοίμονον! Σήμερον ο πικρός τάφος καταπίνει
και αυτόν και ταις ελπίδαις μας».
Ο
εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, το 1825, έγραψε εξ εκατόν εξήντα πέντε
στροφών λυρικό ποίημα στη μνήμη του Λόρδου Μπάιρον. Οι τρεις πρώτες στροφές
είναι:
Λευθεριά για λίγο πάψε
Να κτυπάς με το σπαθί
Τώρα σίμωσε και κλάψε
Εις του Μπάιρον το κορμί.
Και κατόπι ας ακολουθούνε
Όσοι επράξανε λαμπρά.
Αποπάνου του ας χτυπούνε
Μόνον στήθια ηρωικά.
Πρώτοι ας έλθουν οι Σουλιώτες
Και απ’ το λείψανο αυτό
Ας μακραίνουν οι προδότες
Και από τα λόγια οπού θα πω.
Από την πλευρά του ο λόγιος κληρικός
Αμβρόσιος Φραντζής (1778-1851) στην «Επιτομή της ιστορίας της Αναγεννηθείσης
Ελλάδος», που έγραψε και εξεδόθη το 1839, σημειώνει:
«Μεταξύ των εις την Ελλάδα ελθόντων
διακρίνεται ο αείμνηστος μέγας εκείνος ανήρ ο Λορδ Μπάϊρων Άγγλος, όστις
πληροφορηθείς την έναρξιν της Ελληνικής αποστασίας έσπευσε να συντρέξη πρόθυμος
παρά πάντα άλλον ομογενή του και σωματικώς και χρηματικώς. Μαχόμενος δε υπέρ
των Ελλήνων…τελεύτησε, θύμα γεγονώς υπέρ της Ελλάδος και εγκαταλιπών το όνομα
αυτού αθάνατον και ανεξάλειπτον από τας Ελληνικάς ιστορίας».
Τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, εορτάσθηκαν με
ιδιαίτερη επισημότητα και με τη συμμετοχή του λαού. Ο κεντρικός εορτασμός έγινε
στις 19 Απριλίου 1924 στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών και
παρέστησαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Παύλος Κουντουριώτης, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος), άλλοι κληρικοί, υπουργοί, το διπλωματικό σώμα και εκπρόσωποι
της οικογενείας του τιμωμένου φιλέλληνος.
Κατά τον εορτασμό ο Κωστής Παλαμάς
απήγγειλε δική του «Ωδή προς τον Βύρωνα». Η Ωδή τελειώνει με την στροφή:
Εκατό χρόνια πέρασαν. Δεν πέρασες. Και
ζης
Με των αϊτών το πέταγμα και των άγριων
κρίνων
Την ευωδιά, στο λυρισμό, στη σκέψη,
στης ψυχής
Τα πάθη και στη δόξα των Ελλήνων.
Τον πανηγυρικό της ημέρας εξεφώνησε ο καθηγητής Πανεπιστημίου Σίμος
Μενάρδος, ο οποίος με μία φράση χαρακτήρισε τον Βύρωνα: « Ήταν εντός μεν της
Ελλάδος ο λαοφιλέστατος, εκτός δε αυτής ο γνωστότατος των Φιλελλήνων». Ο
σύνδεσμος του Άγγλου ποιητή με την Ελλάδα ξεκίνησε στα 22 του χρόνια, το 1810,
όταν μετά την αποφοίτησή του από το Κέμπριτζ την επισκέφθηκε. Την αγάπησε όπως
ήταν, όχι μόνο για τα αρχαία της. Και το, κατά τον Μενάρδο, παραδοξότερο για
τον Μπάϊρον ήταν πως εν μέσω των ενθουσιωδών διδασκάλων και πατριωτών της
τουρκοκρατίας μυήθηκε, αυτός, ο Λόρδος, στις επαναστατικές εκείνες αρχές, ένεκα
των οποίων απεκλήθη «καρμπονάρος». Αυτοί οι δάσκαλοι δίδασκαν τους μαθητές τους
ποιοι ήσαν, ποια η ιστορία τους και τους έβαζαν να ψάλλουν το Δεύτε παίδες των
Ελλήνων του Ρήγα. Γι’ αυτό και ενώ ο Βύρωνας έβλεπε τα ελαττώματά μας, μας
δικαιολογούσε και μας υπερασπιζόταν έναντι των αλαζόνων συμπατριωτών του και
των άλλων αξιωματούχων της Ευρώπης. Σημειώνεται ότι ο Μπάϊρον στο ποίημά του «Η
κατάρα της Αθηνάς» χαρακτηρίζει τον
Έλγκιν «βαρβαρότερο του Αλαρίχου», έκαμε δε μεγάλο αγώνα για να κάνει τους
Έλληνες να μονοιάσουν και να αποφευχθεί ο εμφύλιος.
Στη ζωή του έπραξε πολλά όχι σωστά. Στα
τελευταία του το παραδέχθηκε ο ίδιος. Η ζύμωσή του με την ελευθερία των Ελλήνων
τον είχε αλλάξει. Ο Αντρέ Μωρουά στο βιβλίο του «Λόρδος Βύρων – Μυθιστορηματική
Βιογραφία» (Μορφωτική Εταιρεία. Αθήναι, 1955, Τόμος Β΄, σελ. 173) έγραψε πως ο
Βύρων είπε στον γιατρό του Μίλλινγκεν: «Λίγοι άνθρωποι έζησαν τόσο όσο εγώ.
Είμαι, κυριολεκτικά, ένας νεαρός γέρος. Πριν καλά – καλά γίνω άνδρας είχα
φτάσει στο κατακόρυφο της δόξας. Γνώρισα την ηδονή σε όλες τις μορφές που μας
παρουσιάζεται. Ταξίδεψα, χόρτασα την περιέργειά μου, διέλυσα κάθε
χίμαιρα…Άμποτε να δώσει ο Θεός νάρθει η ημέρα όπου ορμώντας με το σπαθί στο
χέρι σε κάποιο τούρκικο απόσπασμα, θα βρω έναν θάνατο γρήγορο και ανώδυνο».
Ο Ιταλός νεαρός κόμης Πιέτρο Γκάμπα
(1801-1828), υπασπιστής και γραμματέας του Βύρωνα, ήταν συνέχεια κοντά του, έως
τον θάνατό του και έγραψε ότι πριν πεθάνει του είπε: «Έδωσα στην Ελλάδα τον
χρόνο μου, την περιουσία μου, την υγεία μου και τώρα Της δίνω τη ζωή μου – τί
θα μπορούσα περισσότερο να Της δώσω;» Ο Βύρωνας είχε ορίσει τον Γκάμπα
αντισυνταγματάρχη στο στρατιωτικό σώμα, το οποίο ο ίδιος χρηματοδοτούσε. Μετά
τον θάνατο του Βύρωνα ο Γκάμπα συνόδευσε τη σορό του στην Αγγλία. Εκείνος
επέστρεψε στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου αρρώστησε και απεβίωσε στην ηλικία
των 27 ετών.
Ο Μωρουά, στο τέλος του βιβλίου του για
τον Βύρωνα, σημειώνει ως συμπέρασμα: « Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι αν
ο Βύρων δεν ενίσχυε την ελληνική υπόθεση με το όνομά του και με τον θάνατό του,
η αγγλική κοινή γνώμη, αναμφισβήτητα δεν θα είχε υποστηρίξει τον Κάνινγκ. Στο
Μεσολόγγι, που αποτελεί σήμερα μια μικρή πόλη υγιεινή και ευτυχισμένη, οι
Έλληνες έχουν φτιάξει τον Κήπο των Ηρώων. Μέσα σε αυτόν, μια στήλη φέρει το
όνομα του Βύρωνος, μαζί με του Μάρκου Μπότσαρη, του Καψάλη και του Τζαβέλλα. Οι
ψαράδες…δεν ξέρουν πως ήταν ποιητής, μα αν κανείς τους ρωτήσει γι’ αυτόν
απαντούν: «Ήταν ένας γενναίος άνδρας που ήρθε να πεθάνει για την Ελλάδα, επειδή
αγαπούσε την ελευθερία» (Σελ. 196).
Αυτός ο «πρώτος των φιλελλήνων» είναι
στόχος ποικίλων ιδεολογιών, αλλά και εκκλησιαστικών παραγόντων. Φανατικοί
εναντίον του είναι οι οπαδοί του «γουοκισμού», του νέου ολοκληρωτισμού.
Πρόκειται για «προοδευτικούς», στην ιδεολογία αριστερούς που δεν θέλουν να
δεχθούν ότι «ένας πλούσιος αριστοκράτης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας» θα
μπορούσε να αγαπήσει την ελευθερία των Ελλήνων και να πεθάνει γι’ αυτήν. Ως
αναθεωρητές της Ιστορίας αυθαίρετα παρουσιάζουν τον ποιητή ως «πράχτορα του
ιμπεριαλιστικού κατεστημένου της Αγγλίας, που εκμεταλλεύτηκε δόλια την
καλοπιστία των Ελλήνων». (Βλ. σχ. Πρόλογο Μάριου Βύρωνος Ραΐζη εις βιβλίο
«Λόρδου Μπάιρον “Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 και 1823-1824”, Εκδ.
«Ιδεογράμμα», Αθήνα, 1996, σελ. 34»).
Επίσης ορισμένοι εκκλησιαστικοί
παράγοντες συγκαταλέγονται στους αντιβυρωνιστές, λόγω της άστατης και
ηδονιστικής ζωής του. Οι συγκεκριμένοι απομειώνουν την προσφορά του στην
ελληνική υπόθεση και χρησιμοποιούν όχι τα ιστορικά στοιχεία και τις μαρτυρίες
εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής εκείνης, ούτε ακόμη αυτές του 1924, αλλά
τις απόψεις σύγχρονων αριστερής
ιδεολογίας ιστοριοδιφών, αναθεωρητών της Ιστορίας...
Το τελευταίο και ίσως το σημαντικότερο.
Δεν μου έχει υποπέσει στην αντίληψη κάποιος σημαντικός εορτασμός για τα
διακόσια χρόνια από τον θάνατο του Βύρωνα από μεριάς Πολιτείας, Εκκλησίας,
Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Πατριωτικών Σωματείων, Λογοτεχνικών Εταιρειών. Λέτε να
καταντήσαμε επιλήσμονες και αγνώμονες; Λέτε ομαδικώς και ανεπαισθήτως να
προσχωρήσαμε στον γουοκισμό, τουλάχιστον στην περίπτωση της εθνικής μνήμης: